Ο Daniel Libeskind γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1946, στο Lodz της Πολωνίας, ένα χρόνο δηλαδή μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Οι γονείς του Libeskind ήταν Εβραίοι. Υπό την απειλή των Γερμανών Ναζί, αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Με το τέλος του πολέμου, επιστρέφουν στο Lodz για να μάθουν πως σχεδόν όλοι τους οι συγγενείς –ογδόντα πέντε άτομα– είχαν δολοφονηθεί κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος.
Στην εφηβεία του, ο Libeskind μαζί με την οικογένειά του μεταναστεύει στην Αμερική, όπου αρχίζει να σπουδάζει μουσική. Παρόλα αυτά, μεγαλώνοντας, αρχίζει να χάνει το ενδιαφέρον του προς τον κλάδο αυτό. Το 1965 αποφασίζει να σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Cooper Union for the Advancement of Science and Art. Στη συνέχεια, πάει στο Λονδίνο για να μελετήσει την ιστορία και θεωρία της αρχιτεκτονικής, και συγκεκριμένα στο πανεπιστήμιο του Essex, κερδίζοντας έτσι το μεταπτυχιακό του.
Αρχικά δουλεύει σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία, αλλά αυτό τον αφήνει ανικανοποίητο. Δημιουργεί το δικό του γραφείο με την γυναίκα του, Nina Lewis, με την οποία αποκτά και τρία παιδιά.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Kentucky και σε διάφορα άλλα πανεπιστήμια του Καναδά και της Αγγλίας. Στα 32 του χρόνια γίνεται διευθυντής του Cranbrook Academy of Art, στο Michigan.Στη συνέχεια, μετακομίζει στο Μιλάνο της Ιταλίας, όπου δημιουργεί τη δική του αρχιτεκτονική σχολή.
Γίνεται ευρέως γνωστός το 1989 κερδίζοντας το διαγωνισμό για το Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου, το οποίο ολοκληρώνεται το 1999 και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του.
Felix Nussbaum Haus, "Museum ohne Ausgang," Osnabrëck, Germany, 1995–1999.
Danish Jewish Museum, "Mitzvah," Copenhagen, Denmark, 1996–2003.
Extension to the
Studio Weil, Private gallery for Barbara Weil, Port d'Andratx, Mallorca, Spain, 1998–2003.
Jewish Museum
Maurice Wohl Convention Centre, Bar-Ilan, "The Book and the Wall," Bar-
Extension to the
Το Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου λειτούργησε, αρχικά, το 1933 από τους Εβραίους του Βερολίνου, αλλά το 1938 το κλείνουν οι Ναζί. Μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γεννιέται η ιδέα επανίδρυσής του και δημιουργείται το ‘Association for a Jewish Museum’, στο οποίο γίνονταν διάφορες εισφορές, με στόχο την επανίδρυση του μουσείου. Το 1989 διεξάγεται ο διαγωνισμός για τη δημιουργία του κτιρίου που θα στέγαζε το νέο Μουσείο. Μέσα από 165 διαγωνιζόμενους, ο Libeskind ανακηρύσσεται νικητής και το 1999 ολοκληρώνεται το έργο του. Οι πόρτες του μουσείου ανοίγουν το 2001. Μεταξύ του 1999 και 2001, το Εβραϊκό Μουσείο δέχεται 350 000 επισκέπτες, πριν ακόμα τοποθετηθεί οποιοδήποτε έκθεμα στο εσωτερικό του.
Tο Μουσείο βρίσκεται σε πολύ κεντρικό μέρος του Βερολίνου, κοντά στο τοίχος. Βρίσκεται στη συμβολή των οδών Markgrafstrasse και Lindenstrasse, δίπλα από μια σημαντική πλατεία του Βερολίνου, την Gendarmenmarkt.
Το επίσημο όνομα του κτιρίου είναι ‘Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου’, όμως ο Libeskind θα το ονομάσει ‘Between the lines’. Όπως ο ίδιος εξηγεί, το έργο του έχει να κάνει με δυο γραμμές σκέψης (lines of thinking), την οργάνωση (organization) και τη συγγένεια (relationship). Η μια είναι ευθεία αλλά διακεκομμένη και η άλλη λυγισμένη (tortuous), αλλά συνεχής. Ο Λιμπεσκιντ, μελέτησε τη ‘συγγένεια’ –σχέση μεταξύ των Γερμανών και των Εβραίων, καθώς και τη σχέση μεταξύ της ιστορίας του Βερολίνου και της ιστορίας των Εβραίων του Βερολίνου. Σε ένα προ-πολεμικό χάρτη του Βερολίνου, σημείωσε τις διευθύνσεις σημαντικών Εβραίων διανοούμενων και μέσα από αυτό έδωσε τη συγκεκριμένη γεωμετρία και σχήμα στο κτίριο (“an irrational matrix”), έτσι ώστε να θυμίζει το ‘Κίτρινο Αστέρι’ που φορούσαν οι Εβραίοι.
Ο Λίμπεσκιντ εμπνεύστηκε και από τον συνθέτη Arnold Schoenberg, ο οποίος δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη μοναδική όπερά του, ‘Μωυσής και Ααρών’. Η όπερα αυτή είναι ένας ύμνος προς τους Εβραίους που δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί λόγω της επικράτησης των Ναζί την εποχή εκείνη. Έτσι, το τρίτο μέρος της όπερας είναι κείμενα χωρίς όμως να έχουν ποτέ μελοποιηθεί. Ο Λίμπεσκιντ θέλησε να ολοκληρώσει το έργο αρχιτεκτονικά.
Ο Λίμπεσκιντ, έχοντας ενδιαφέρον στα ονόματα των εκδιωχθέντων Εβραίων του Βερολίνου, ζήτησε και πήρε από τη Βόννη τους δύο τεράστιους τόμους –γνωστοί ως ‘Gedenkbuch’– που απαριθμούσαν αυτά τα άτομα. Αυτοί οι τόμοι περιέχουν μόνο τα ονοματεπώνυμα των θυμάτων του ολοκαυτώματος, τις ημερομηνίες γεννήσεως τους, τις πιθανές ημερομηνίες και περιοχές της θυσίας τους. Ο Λίμπεσκιντ ξεχώρισε και μελέτησε όλα τα θύματα των Εβραίων του Βερολίνου. Στη συνέχεια, τύπωσε σε μεγάλα πανό τα ονόματα αυτών και τα ανάρτησε στο εσωτερικό των Voids προς τιμή τους.
Τέλος, το τέταρτο βασικό στοιχείο στο έργο του Λίμπεσκιντ είναι το έργο ‘one way street’ του Walter Benjamin. Αυτό περιλαμβάνεται στις εξήντα συνεχείς ενότητες του ζικ-ζακ, εκ των οποίων η κάθε μια αντιπροσωπεύει έναν από τους σταθμούς του αστεριού του περιγράφονται στο κείμενο του συγγραφέα.
Η εξωτερική όψη του κτιρίου δεν επιτρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με το εσωτερικό του κτιρίου. Τα μόνα ανοίγματα που υπάρχουν είναι στενές λωρίδες που επιτρέπουν τον φυσικό φωτισμό του κτιρίου. Ο φλοιός του κτιρίου είναι επενδυμένος με ψευδάργυρο, ένα υλικό το οποίο έχει μακριά παράδοση στην ιστορία της αρχιτεκτονικής του Βερολίνου. Κι εδώ, ο σχηματισμός των ανοιγμάτων δημιουργείται με την ένωση των διευθύνσεων γνωστών Εβραίων του Βερολίνου με αυτές συμπολιτών τους, πάνω σε χάρτη της πόλης.
'Programmatically, it is important to enter that Baroque Berlin with all its rich history and then to descend through the entrance void to the underground connections. These connections link the visitors with the new Jewish Museum- an underground connection which asserts the profound foundation between the German and Jew'. Daniel Libeskind, Opening Speech, 1999
Η είσοδος του Εβραϊκού Μουσείου βρίσκεται στο παλιό Μπαρόκ κτίριο του Philip Gerlach, το Collegienhaus (1935), στο οποίο στεγαζόταν το Μουσείο του Βερολίνου.
Τα δύο κτίρια, μοιάζουν εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους, αφού το μόνο σημείο επαφής τους βρίσκεται υπόγεια, διατηρώντας έτσι μια φαινομενική αυτονομία.
Το νέο κτίριο του Libeskind, ενώνεται με το παλιό Μπαρόκ κτίριο, με υπόγειους, αξονικούς δρόμους. Ο μακρύτερος δρόμος, ο οποίος ξεκινά στο Μπαρόκ κτίριο, καταλήγει σε μια μεγάλη σκάλα που οδηγεί στον κεντρικό χώρο του μουσείου. Ο διάδρομος αυτός ονομάζεται ‘η σκάλα της συνέχειας’(‘Stair of Continuity’), συμβολίζοντας τη συνέχεια της ιστορίας του Βερολίνου.
Ένας δεύτερος δρόμος οδηγεί στον ‘κήπο της εξορίας και της μετανάστευσης’ (‘Garden of Exile and Emigration’). Καθώς πλησιάζει κανείς τον κήπο, οι τοίχοι του διαδρόμου συγκλίνουν και το έδαφος έχει μια μικρή ανοδική κλίση. Μια βαριά πόρτα πρέπει να ανοιχτεί που οδηγεί στον κήπο.
Τέλος, ένας τρίτος δρόμος, οδηγεί σε μια αδιέξοδο, το ‘κενό του ολοκαυτώματος’ (‘Holocaust Void’). Οι τοίχοι του διαδρόμου αυτού συγκλείνουν ακόμη πιο πολύ και ο χώρος είναι σκοτεινός. Κατά μήκος του διαδρόμου υπάρχουν εκθέματα προσωπικών αντικειμένων και εγγράφων των Εβραίων, που μαρτυρούν την εξαφάνισή τους.
Οι τρείς αυτοί δρόμοι τέμνονται, συμβολίζοντας τη σχέση των τριών αυτών πραγματικοτήτων στη ζωή των Εβραίων του Βερολίνου.
Ο κήπος της εξορίας και της μετανάστευσης συμβολίζει ένα ‘ναυάγιο’ της ιστορίας και προσπαθεί να κάνει τον επισκέπτη να νιώσει την αστάθεια, την αβεβαιότητα και τον αποπροσανατολισμό που ένιωσαν οι εκδιωχθέντες Εβραίοι.
Ο κήπος αυτός αποτελείται από 49 κολώνες πάνω σε μια τετραγωνισμένη βάση. Οι 48 κολώνες περιέχουν χώμα από το Βερολίνο, συμβολίζοντας τη γέννηση του Ισραήλ το 1948 , και μια κολώνα περιέχει χώμα από την Ιερουσαλήμ, αντιπροσωπεύοντας την πόλη του Βερολίνου. Ολόκληρος ο κήπος παίρνει μια κλίση 12 μοιρών αποπροσανατολίζοντας έτσι τον επισκέπτη. Στην κορυφή κάθε κολώνας υπάρχουν φυτεμένες αγριελιές που είναι σύμβολο ελπίδας.
‘The Holocaust Tower is the space which somehow ends the old history of Berlin' (Daniel Libeskind, 1999).
Ο άξονας του ολοκαυτώματος οδηγεί μέσω μιας βαριάς, ατσάλινης πόρτας στον Πύργο ή Κενό του Ολοκαυτώματος, το μοναδικό ‘Void’ που βρίσκεται εκτός του κεντρικού κτιρίου. Το κτίριο αυτό είναι κτισμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, έχει ύψος 27 μέτρα, δε θερμαίνεται και στερείται οποιουδήποτε μονωτικού υλικού. Φωτίζεται μόνο με ένα μικρό άνοιγμα στην κορυφή του. Οι φωνές εκτός του Πύργου ακούγονται ξεκάθαρα στο εσωτερικό του, αλλά παραμένουν ‘άφταστες’.
Αυτό το μέρος του μουσείου συμβολίζει τους πολυάριθμους Εβραίους που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα.
Αρχικά, ο αρχιτέκτονας είχε σκοπό να τοποθετήσει περισσότερα τέτοια Voids που να βρίσκονται εκτός του κεντρικού κτιρίου και που μοιάζουν σαν θραύσματα της ευθείας που διαπερνά το κτίριο, συμβολίζοντας έτσι την απότομη και βίαιη παρέμβαση του ολοκαυτώματος στην ιστορία του Βερολίνου. Παρόλα αυτά, αναγκάστηκε να τα περιορίσει στο ένα και μοναδικό Holocaust Void για οικονομικούς λόγους.
‘The Voids… refers to that which can never be exhibited in this museum, no matter how many objects are brought to it and stories told in it.’ (Daniel Libeskind, Opening Speech, 1999)
Τα Voids (=κενά) αποτελούν τη βασική δομή του νέου κτιρίου του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου. Από το παλιό Μπαρόκ κτίριο, μια σκάλα σε οδηγεί στο υπόγειο, μέσα σε ένα Void από οπλισμένο σκυρόδεμα και μετά στο καινούργιο κτίριο.
Άλλα πέντε Voids τέμνουν κάθετα το κτίριο σχηματίζοντας μια νοητή, τέμνουσα, διακεκομμένη ευθεία κατά μήκος του κτιρίου. Τα πέντε αυτά Voids, είναι κτισμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα, δε θερμαίνονται ούτε έχουν κλιματισμό. Φωτίζονται με φεγγίτες και είναι απομονωμένα από το υπόλοιπο κτίριο. Στους εκθεσιακούς χώρους είναι εμφανή τα ‘κενά’ αυτά, αφού έχουν μαύρους τοίχους και παρεμποδίζουν την ομαλή ροή της έκθεσης, υπενθυμίζοντας τα εμπόδια που συνάντησαν οι Εβραίοι κατά την διάρκεια της ζωής τους στο Βερολίνο.
Πρόσφατα, ο Libeskind έκανε ακόμα μια πρόσθεση στο Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου. Δημιούργησε μια γυάλινη αυλή στο κέντρο του παλιού μπαρόκ κτιρίου, την οποία ονόμασε ‘Sukkah’, που σημαίνει καλύβα στα Εβραϊκά (οι καλύβες που διέμεναν Εβραίοι όταν ξέφυγαν από την Αίγυπτο).
Η νέα αυτή κατασκευή καλύπτει μια έκταση 670 τετραγωνικών μέτρων και στηρίζεται από τέσσερις ατσάλινες κολώνες που μοιάζουν με κορμούς δέντρων. Ως συνέχεια αυτών, στην οροφή υπάρχουν ατσάλινες διακλαδώσεις οι οποίες προσομοιάζουν με κλαδιά.
Ο αρχιτέκτονας άντλησε έμπνευση από μια μεγάλη Εβραϊκή γιορτή, το Sukkot, καθώς και τον κοινωνικό χαρακτήρα που έχει αυτή.
Ο Daniel Libeskind χρησιμοποιεί έξυπνα τα υλικά του επιλέγοντας στην περίπτωση αυτή το διάφανο γυαλί, ώστε να μην υπερκαλύψει το παλιό μπαρόκ Collegienhaus. Επίσης, χρησιμοποιώντας μια τελείως αντίθετη αρχιτεκτονική τάση από το υπάρχον κτίριο, τονίζει ξεκάθαρα πως η κατασκευή αυτή είναι μια σύγχρονη πρόσθεση, προστατεύοντας την αίγλη του παλιού κτιρίου.
Το Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου, είναι αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά έργα της δεκαετίας του ’90. Το κτίριο αυτό έχει αποκομίσει πολυάριθμες κριτικές, τόσο θετικές όσο και αρνητικές. Έχει κατακριθεί για το σχήμα του –χαρακτηρίστηκε κεραυνός ή πληγωμένο ζώο– όπως επίσης για το ότι αποτελεί μεγάλη αντίθεση συγκριτικά με τα υπόλοιπα κτίρια του Βερολίνου, αλλά και για το γεγονός ότι δεν ταιριάζει δίπλα από το παλιό μπαρόκ κτίριο. Κάποιοι μάλιστα το χαρακτήρισαν 'τρομακτικό'.
Από την αντίθετη άποψη όμως, το κτίριο αυτό έχει προκαλέσει θαυμασμό και δέος σε πολλούς, κερδίζοντας άλλωστε και το Γερμανικό διεθνές βραβείο αρχιτεκτονικής, το 1999.Το Εβραϊκό μουσείο έγινε από την αρχή πόλος έλξης τουρισμού, πριν ακόμα τοποθετηθεί οποιοδήποτε έκθεμα στο εσωτερικό του. Πολλοί μάλιστα, υποστήριξαν πως το κτίριο αυτό έπρεπε να παραμείνει κενό, σαν μνημείο για τους αδικοχαμένους του ολοκαυτώματος. Υποστήριζαν πως το έργο αυτό εξιστορεί από μόνο του τα γεγονότα.
Προσωπικά, το κτίριο ως εικόνα δεν μου προκάλεσε, αρχικά, ιδιαίτερη εντύπωση. Διαβάζοντας όμως, ελάχιστα, σχετικά με το βαθύτερο νόημά του, μου προκάλεσε ένα πραγματικά ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαβάσω και να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα τόσο για το κτίριο αυτό καθ' αυτό όσο και για την ιστορία των Εβραίων στο Βερολίνο γενικότερα. Με το πέρας όλης αυτής της έρευνας και με την εν τέλει ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας, συνειδητοποιώ τη μαγεία που εκπέμπει το έργο αυτό. Το θεωρώ μοναδικό στο είδος του και πραγματικά ποιητικό! Πιστεύω πως ο Libeskind, όντας και ο ίδιος Εβραίος, ανταποκρίθηκε άρτια στο έργο που επικαλέστηκε να εκπονήσει. Τοποθέτησε σε ένα αρχιτεκτονικό έργο μια ολόκληρη ιστορία ενός λαού. Κι έτσι, όσα δεν μπορούν να ειπωθούν ή να παρουσιαστούν μέσω των εκθεμάτων του μουσείου, τα λέει το ίδιο το κτίριο.